κακοχρόνι(α)σμα — το το να καταριέται κάποιος τον άλλο να περάσει κακή χρονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοχρονίζω ή κακοχρονιάζω] … Dictionary of Greek
ξεκοκάλι(α)σμα — το, ατος 1. αφαίρεση του κόκαλου από το κρέας. 2. φάγωμα του κρέατος ώσπου να μείνει το κόκαλο. 3. σπατάλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμάτων — σμά̱των , σμάω wipe pres imperat act 3rd pl (ionic) σμά̱των , σμάω wipe pres imperat act 3rd dual (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάνεσσι — σμά̱νεσσι , σμῆνος beehive neut dat pl (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμάσθω — σμά̱σθω , σμάω wipe pres imperat mp 3rd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύσμα — ατος, τὸ, Α 1. ερώτηση που απαιτεί απλή και σύντομη απάντηση 2. ερωτηματικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ σμα < θ. πυθ τού πυ ν θάνομαι + επίθημα σμα (πρβλ. πεῖ σμα)] … Dictionary of Greek
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
Greek numerals — Numeral systems by culture Hindu Arabic numerals Western Arabic (Hindu numerals) Eastern Arabic Indian family Tamil Burmese Khmer Lao Mongolian Thai East Asian numerals Chinese Japanese Suzhou Korean Vietnamese … Wikipedia
кли́зма — ы, ж. 1. Введение в полость прямой кишки различных жидкостей с лечебной или диагностической целью. Поставить клизму. 2. Прибор для введения жидкости в полость прямой кишки. [От греч. κλυσμα промывание] … Малый академический словарь
пла́зма — ы, ж. 1. биол. Жидкая часть крови. 2. спец. Ионизированный газ с равной концентрацией положительных и отрицательных зарядов. Мир состоит из вопиющих противоположностей, во вселенной рядом с космическим холодом раскаленная плазма звезд. Тендряков … Малый академический словарь